Ας δούμε ένα λεξικό μαγειρικής ορολογίας :
Τα ρήματα της κουζίνας
Aλευρώνω:
Περνάω κάτι από το αλεύρι πριν το μαγειρέψω, προκειμένου να δημιουργήσω κρούστα και να το θωρακίσω.
Ανακατεύω:
Κάνω κυκλικές κινήσεις με μια κουτάλα προκειμένου να ενσωματώσω ένα ή περισσότερα υλικά.
Αφρατεύω:
Μαλακώνω κάτι αυξάνοντας συνήθως και τον όγκο του, χτυπώντας το πολύ με το σύρμα ή το μίξερ.
Αχνίζω:
Μαγειρεύω φαγητό στον ατμό μέσα σε τρυπητό δοχείο τοποθετημένο πάνω από μία κατσαρόλα με νερό που βράζει.
Βράζω:
Μαγειρεύω κάτι με κάποιο υγρό που βρίσκεται πάνω από 100ºC
Γκρατινάρω:
Τελειώνω ένα φαγητό στον φούρνο ώστε να έχει στην επιφάνεια του μία κρούστα χρυσαφιά. Συνήθως χρησιμοποιούμε στην επιφάνειά του φρυγανιά τριμμένη, τυριά ή και τα δύο.
Γλασάρω:
Δίνω στο φαγητό γυαλιστερή όψη αλείφοντάς το με κρόκο αυγού και νερό ή ασπράδι, πριν το ψήσιμο, ή βάζοντας γλάσο μετά από το ψήσιμο.
Δένω:
Κάνω έναν ζωμό ή σάλτσα πιο πηκτό είτε προσθέτοντας αλεύρι ή κορν φλάουρ διαλυμένο σε νερό είτε προσθέτοντας αβγά, κρέμα γάλακτος ή βούτυρο.
Διαυγάζω:
Δίνω διαυγές και λαμπερό χρώμα στις παρασκευές μου, αφαιρώντας λίπη ή ζελέ, σουρώνοντας το υλικό από πολύ λεπτό σουρωτήρι.
Διορθώνω:
Αλλάζω την έντονη γεύση μιας παρασκευής προσθέτοντας μια αντίθετη γεύση, ώστε να ισορροπήσει.
Ζεματίζω:
Βουτάω σύντομα ένα τρόφιμο σε νερό που κοχλάζει ώστε να ξεφλουδιστεί, να φύγει το αλάτι του ή να μαλακώσει.
Θωρακίζω:
Περνάω από το τηγάνι με λίγη λιπαρή ουσία ένα κρέας , προκειμένου να μην χάσει τα υγρά του στο μαγείρεμα.
Καβουρδίζω:
Ψήνω -συνήθως ξηρούς καρπούς- στον φούρνο ή στο τηγάνι μέχρι να πάρουν χρώμα ώστε να δώσουν περισσότερη γεύση στο φαγητό ή γλυκό.
Καραμελώνω:
Λιώνω ζάχαρη σε σιγανή φωτιά, μόνη ή μαζί με κάποιο άλλο συστατικό προκειμένου να δώσω επιπλέον τη γεύση της καραμέλας.
Καρυκεύω:
Προσθέτω μπαχαρικά και αρωματικά βότανα σε φαγητά ή σάλτσες για να πάρουν γεύση.
Μαγειρεύω σε Μπαιν Μαρί:
Τρόπος ψησίματος κατά τον οποίο μέσα σε σκεύος με νερό, π.χ. ταψί ή κατσαρόλα, τοποθετούμε μικρότερα σκεύη, όπως φόρμες, ανοξείδωτα μπολ ή κατσαρολάκια και τοποθετούμε μέσα σε αυτά τα ευαίσθητα υλικά. Το νερό μέσα στο μεγάλο σκεύος δεν πρέπει να ξεπερνάει το σημείο βρασμού και δεν πρέπει να έρχεται σε επαφή με αυτό.
Μαραίνω:
Μαλακώνω τα λαχανικά (χρησιμοποιείται κυρίως για το κρεμμύδι) μαγειρεύοντας τα ελαφρά, ώστε να βγάλουν τους χυμούς τους αλλά να μην τσιγαριστούν και πάρουν χρώμα.
Μαρινάρω:
Τοποθετώ τα τρόφιμα, συνήθως κρέας, κοτόπουλο, ψάρι ή λαχανικά σε υγρό μείγμα, το οποίο περιλαμβάνει διάφορα συστατικά, προκειμένου να τα κάνω πιο τρυφερά και νόστιμα .
Μουλιάζω :
Μαλακώνω τα τρόφιμα για αρκετές ώρες μέσα σε νερό .
Μπλανσάρω:
Βυθίζω το υλικό που επιθυμώ μέσα σε νερό που κοχλάζει για ένα λεπτό ή περισσότερο.
Ξαλμυρίζω:
Αφήνω τρόφιμα μέσα στο νερό για αρκετές ώρες, αλλάζοντας το κατά διαστήματα, για να τα κάνω λιγότερο αλμυρά.
Ξαφρίζω:
Βγάζω με μια τρυπητή κουτάλα το γκρίζο αφρό από κάτι που βράζει.
Πανάρω:
Περνάω ένα κομμάτι κρέας, ψάρι, κοτόπουλο ή λαχανικά, πρώτα
από αλεύρι, χτυπημένο αβγό και τριμμένη φρυγανιά.
Πασπαλίζω:
Ρίχνω ελαφρά πάνω σε γλυκό ή φαγητό , αλεύρι, ζάχαρη, ζάχαρη άχνη, κανέλα κ.λ.π.
Παστώνω:
Συντηρώ ένα τρόφιμο μέσα σε άλμη.
Περιχύνω:
Ρίχνω από πάνω στο φαγητό μου μέρος από τα υγρά του ή το ζωμό του.
Ποσάρω:
Τρόπος μαγειρέματος κατά τον οποίο σιγοβράζω κάτι μέσα σε υγρό που βρίσκεται σε σημείο βρασμού.
Ροδίζω:
Ψήνω σε δυνατό φούρνο ή σε λιπαρή ουσία ένα υλικό μέχρι να πάρει χρώμα ροδοκόκκινο.
Σβήνω:
Σταματάω το σοτάρισμα, μαγείρεμα ή τσιγάρισμα ρίχνοντας στο φαγητό κρασί, ποτό, ζωμό ή άλλο υγρό και περιμένω να εξατμιστεί πριν συνεχίσω την παρασκευή του .
Σιγοβράζω :
Bράζω σχεδόν στο σημείο του βρασμού έτσι ώστε ένα υγρό να τρεμουλιάζει σταθερά.
Σοτάρω:
Τηγανίζω ελαφρά σε λίγο λίπος λαχανικά ή κρέας ως ότου πάρουν ένα ελαφρύ χρυσαφί ομοιόμορφο χρώμα .
Τηγανίζω:
Το απλό τηγάνισμα σημαίνει ότι μαγειρεύω κάτι σε ρηχό τηγάνι με κάποια λιπαρή ουσία .
Το βαθύ τηγάνισμα σημαίνει ότι τα τρόφιμα βυθίζονται στο λάδι.
Τηγάνισμα σε γουόκ είναι η τεχνική τηγανίσματος των Κινέζων. Τα τρόφιμα είναι πολύ λεπτά κομμένα και τηγανίζονται σε λίγο καυτό λάδι ενώ ανακατεύονται διαρκώς.
Τσιγαρίζω:
Δίνω χρώμα σε κάποιο τρόφιμο , σε δυνατή φωτιά με ελάχιστη λιπαρή ουσία. Συνήθως αναφερόμαστε σε κρεμμύδι.
Φλαμπάρω:
Περιχύνω τροφές που ψήνονται με αλκοόλ και το ανάβω πριν το σερβίρισμα.
Ψιλοκόβω:
Κόβω ένα τρόφιμο σε πάρα πολύ μικρά κομματάκια.
Ψύχω:
Μειώνω γρήγορα την θερμοκρασία ενός παρασκευάσματος.
Φυσικά αυτό είναι ένα μικρό λεξικό μαγειρικής ορολογίας. Μη διστάσετε να μας ρωτήσετε για τα υπόλοιπα.